Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτερίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. προσερίζω … Dictionary of Greek
προσερίζω — και δωρ. τ. ποτερίσδω Α 1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους 2. εξοργίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»] … Dictionary of Greek